- Αρσένιο
- Sp Arsènijas Ap Αρσένιο/Arsenio L Š Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek
Βαρνάκοβας, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Φωκίδος, στο βουνό του Αγίου Αρσενίου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Φωκίδος. Το καθολικό χτίστηκε το 1707 από τον μοναχό Αρσένιο και το 1148 ανακαινίστηκε. Στο μοναστήρι έχουν ταφεί επίσημα πρόσωπα της… … Dictionary of Greek
Βρυέννιος — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. 1. Θεόκτιστος (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Με εντολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στράφηκε το 849 εναντίον των Σλάβων της Πελοποννήσου, τους οποίους κατόρθωσε να περιορίσει στην περιοχή του Ταϋγέτου, ενώ… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Σιναΐτης — (14ος αι.).Μοναχός και λόγιος. Ο Γ. υπήρξε αναζωπυρωτής του ορθόδοξου μυστικισμού (1255 1347). Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από Αγαρηνούς κουρσάρους και μετά την απελευθέρωσή του έγινε ιερωμένος στην Κύπρο και αργότερα μοναχός στο Σινά. Από το… … Dictionary of Greek
Ζυγομαλάς — I Επώνυμο οικογένειας λογίων και παιδαγωγών του 16ου αι., από την Αργολίδα. 1. Θεοδόσιος (Ναύπλιο 1544 – περ. 1615). Αξιωματούχος του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και συγγραφέας, γιος του Ιωάννη (βλ. 2.). Σε ηλικία 11 ετών ακολούθησε τον… … Dictionary of Greek
Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… … Dictionary of Greek
Μάξιμος ο Γραικός ή ο Έλλην — (Άρτα 1470; – μονή Αγίου Σεργίου, κοντά στη Μόσχα 1556). Θεολόγος και συγγραφέας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, Η πολύπλευρη δράση του στη Ρωσία τον κατέστησε γνωστό στην ιστορία ως «φωτιστή των Ρώσων». Καταγόταν από εύπορη… … Dictionary of Greek
Χάκιμ — Τρίτος Φατιμίδης ηγεμόνας της Αιγύπτου, που ανέβηκε στον θρόνο 11 ετών (996). Το πλήρες όνομά του ήταν X. μπι ιμρ ιλάχ Μανσούρ. Ο X., που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, ήταν διανοητικά ανάπηρος. Έτσι τουλάχιστον, μπορούν να ερμηνευτούν οι διαρκείς… … Dictionary of Greek
Arsenijas — Sp Arsènijas Ap Αρσένιο/Arsenio L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Arsenio — Sp Arsènijas Ap Αρσένιο/Arsenio L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė